Γράφει η Αγγελική Συρρή-Στεφανίδου.
…….. Τότε τη γνώρισα τη γιαγιά μου εγώ… Πικραμένη, χαροκαμένη, ασθενική, μα πάντοτε γλυκιά, προκομμένη, πονετικιά και καλοσυνάτη, ν’ αγαπά όλο τον κόσμο και να ξοδεύει τα υπόλοιπα της ψυχής της στην ελεημοσύνη, την προσευχή και τη προσφορά.
Μαζί της είχα την τύχη να απολαύσω επισκέψεις σε μοναστήρια, όπου αφού με κατάνυξη και μετάνοιες προσκυνούσαμε μία-μία τις εικόνες της εκκλησίας κι άκουγα λεπτομερώς τον βίο και το μαρτύριο του εκάστοτε αγίου και τα τροπάριά του, μετά εκείνη έπινε το καφεδάκι της με τη γερόντισσα και τις καλογριές στο υφαντήριο, στην αίθουσα ζωγραφικής ή στο κέντημα, ανάλογα με τις παραγγελιές που είχε να κάμει για τα προικιά των κοριτσιών της κι εγώ έπαιζα μέσα στις λιλαδωτές αυλές, τα λουλουδιασμένα παρτέρια και τους διαδρόμους των κελιών και των αρχονταρικιών, τρώγοντας λουκούμια, στραγαλάκια και σταφίδες.
Δίπλα της, μπλεγμένη μέσα σ’ όλες της τις δουλειές, συμμετείχα σ’ ό,τι έκανε και σ’ όσα έβαζε το χέρι της και το μυαλό της. Πήγαινα, ας πούμε, βίζιτα στη φίλη της, την κυρα-Ανεζούλα στο συνοικισμό του Νοσοκομείου ή στις συγγένισσές της στο Βροντάδο, στα Πιταούλικα και στου Μπούκιου, στα εξαδέλφια του παππού μου στο Λατόμι ή στου γιατρού του Νιαμονίτη και στης άλλης φίλης της το σπίτι, της Βερωνίας, στον Άγιο Γιώργη, της οποίας τα κορίτσια, η Ρένα και η Κίτσα, ήταν φιλενάδες με τη μαμά και τις θείες μου. Κι οπωσδήποτε ήμουν παρούσα στις εκστρατείες που έκαμνε μαζί με τις κόρες της στην Απλωταριά, όπου στα υφασματεμπορικά του Πιταούλη και του Καράλη μας υποδέχονταν «μετά βαΐων και κλάδων»!
Σαν να ’ναι τούτη η ώρα που ανεβαίναμε στο πατάρι του Δημητρού του Καράλη και ο συχωρεμένος άνθρωπος, γλυκύτατος, λεπτός, με κάτασπρα μαλλιά κι άψογους τρόπους, την υποδεχόταν μ’ ανοιχτές αγκάλες και μ’ όλη του την καρδιά. «Καλώς την κυρά-Ερήνη με τις όμορφες κοπέλες…», έλεγε κι έτρεχαν οι παραγιοί να φέρουν καρέκλες. Κι αμέσως έφταναν κι οι σουμάδες κι οι λεμονάδες, γιατί σαν κόβουν προικιά ο καφές για τρατάρισμα δεν ταιριάζει.
Εκεί να ‘βλεπες πανηγύρι! Καταρχάς, κατεβαίνανε απ’ τα ράφια τα τόπια τα λινά, οι χασέδες, οι αλατζάδες και τα σεντονόπανα για να γίνει η επιλογή. Και… τούτο είναι έτσι και τ’ άλλο είν’ αλλιώς κι οι ώρες περνούσαν με κουβέντες, χωρίς βιάση, αφού το άγχος ήταν άγνωστη λέξη και συναίσθημα που δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμη. Ύστερα πέφτανε οι παραγγελιές.
– «Το λοιπόν, κύριε Δημήτρη μου… Είκοσι πήχες να κόψετε από τούτο το λινό και είκοσι απέ το χασεδένιο. Και… για δείτενε… Αφήνετέ το να ‘χει και χάρη. Ε… μην το τσιγγουνευτείτενε…»
– «Έννοια σας… Έννοια σας… Μπόλικο τ’ αφήνω. Να, δείτενε…», τη διαβεβαίωνε και φρατς-φρουτς, ξετύλιγε τα τόπια απάνω στους πάγκους και μετρούσε με σβελτάδα τα υφάσματα, διπλώνοντάς τα συγχρόνως μια δεξιά, μια αριστερά απάνω στην ξύλινη πήχη.
Στο τέλος, μ’ ένα χρατς σίγουρο και γρήγορο έσκιζε το πανί πέρα ως πέρα. Ε… Αμέσως μετά άρχιζε το μεγάλο παζάρι!
– «Όχι, κύριε Δημήτρη μου… Ακριβός είστενε… Κι εμείς που σας επροτιμήσαμε κι ήρταμε με κλειστά μάτια σε σας κατευθείαν…», διαμαρτυρόταν η γιαγιά μου.
– «Εσείς κάμνετε σα να μη μας έχετε ξαναδεί…», συμπλήρωνε η μαμά μου, που σαν πιο μεγάλη κόρη ήταν κι η ισχυρότερη σύμμαχος της μητέρας της στις δύσκολες μάχες του παζαρέματος.
– «Καλά… Καλά… Δεν θα τα χαλάσομε…», απαντούσε πάντα διαλλακτικά ο καλός έμπορος, που ασφαλώς είχε προϋπολογίσει το τι επρόκειτο να κόψει κι ήξερε να παίζει πολύ σωστά το ρόλο του στο αλισβερίσι.
– «Κόψε για την κυρα-Ερήνη πενήντα λεφτά στο κάμποτο και δυο δραχμές στα υπόλοιπα…», έδινε εντολή.
– «Καλέ, ίντα λέτενε…; Αν ήτανε για τόσο, δε θα το συζητούσαμε… Εμείς ήρταμε δω με τον παρά στο χέρι… Κι εσείς… με το σταγονόμετρο…», παρεξηγημένη πάλι παρέμενε η γιαγιά.
– «Μα… Δε βγαίνω, κυρά-Ρήνη μου… Δε βγαίνω. Σε τι θες να σου ορκιστώ…;»
– «Ελάτε, κύριε Δημητράκη και την άλλη εβδομάδα, που λε ο λόγος, εδώ θα ‘μεστεν πάλι…»
Κι ύστερα από ολόκληρη θεατρική παράσταση – η οποία, όμως, έπρεπε να παιχτεί για να τιμηθεί ο νόμος του «δούνε και λαβείν» και να ικανοποιηθεί η μεν πελάτισσα ότι αγόρασε στη πιο συμφέρουσα τιμή της αγοράς, ο δε έμπορος ότι κέρδισε όσα περισσότερα μπορούσε – έφθαναν στην επιθυμητή συμφωνία κι όσο οι υπάλληλοι τύλιγαν τα δέματα, οι δύο πλευρές, απαλλαγμένες από το άγχος του πάρε-δώσε, απολάμβαναν πλέον την ψιλοκουβέντα τους μ’ όλη τους την καρδιά και τ’ αναψυκτικά τους, που τα ανύψωναν με ευχές για τα καλορίζικα.
– «Άντε, καλορίζικα… Η ώρα η καλή…»
– «Νάστενε καλά… Νάστενε καλά… Και στων παιδιώ σας…»
– «Χαρά στην τύχη του που παίρνει τέτοια κόρη, κυρά Ερήνη…»
– «Όχι πως θα το πω… Μα τέτοιες κοπέλες εν υπάρχουνε πια…»
Γι’ αυτό σαν βγαίναμε από το μαγαζί είμαστε καθ’ όλα ικανοποιημένες. «Και καλά εψουνίσαμε και μας εκόψανε όσα εμπορούσανε και μας επεριποιηθήκανε οι αθρώποι… Και με τον καλό τους λόγο, όπως το συνηθίζουνε…», ήταν κατευχαριστημένη η γιαγιάκα μου.
Αχ… Και πας τώρα στα πολυκαταστήματα και κανένας δε γυρίζει να σε δει. Μονάχος σου τραβολογάς ανάμεσα σε πεταμένα κουρέλια να βρεις κάτι να σου ταιριάζει και τελικά φεύγεις με αδειασμένη τσέπη, φορτωμένος μονάχα άγχος κι απογοήτευση και, το πιο βέβαιο, με ό,τι δεν σου χρειάζεται στην πραγματικότητα!
Η γιαγιά μου η θρήσκα …
Μαζί με τη γιαγιάκα μου παρακολουθούσα ανελλιπώς τους Χαιρετισμούς τη Σαρακοστή, τις Παρακλήσεις τον Δεκαπενταύγουστο, τα Νύμφια και όλες τις ακολουθίες της Μεγαλοβδομάδας, καθώς και τις Κυριακάτικες λειτουργίες.
Με κάθιζε στο στασίδι της με το που μπαίναμε στην εκκλησιά και μου ‘ταζε πως θα μου πάρει παστέλι μόλις πει ο παπάς το «Δι’ ευχών» και μας μοιράσει τ’ αντίδωρο. Έπρεπε να ‘χω κι εγώ να περιμένω την ανάλογη ανταμοιβή για την υπομονή μου στο να μην τρέχω πάνω-κάτω την ώρα της λειτουργίας και να μη βγαίνω στο προαύλιο μαζί με τ’ άλλα παιδιά, που χαλούσαν τον κόσμο με τις φωνές τους .
Αργότερα, μ’ έβαζε να απαγγέλω το «Πάτερ ημών» και το «Άσπιλε» μπρος στα εικονίσματα, καμαρώνοντας για την ωραία μου απαγγελία και οπωσδήποτε να γονατίζω με σκυμμένο το κεφάλι όσην ώρα ο παπάς έφερνε γύρω την εκκλησία με τα «Άγια των Αγίων».
Μετά τον εσπερινό ή την προηγιασμένη, στο δρόμο της επιστροφής μας στο σπίτι σταματούσαμε σχεδόν σ’ όλες τις πόρτες της γειτονιά, πότε να πει μια καλημέρα, να ρωτήσει για την καλή υγεία των νοικοκυραίων, να συμβουλέψει για δουλειές και μαγειρέματα, να δώσει το περίσσευμά της σ’ όσους δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, να μοιράσει το κόλλυβο ή τη «φανουρόπιτα», στην προετοιμασία μα και στην κατανάλωση των οποίων, να μην ξεχάσω να επισημάνω οπωσδήποτε τη συμμετοχή μου.
Ως γνωστόν, όπως κάθε χαρά και γιορτή, έτσι και κάθε εκδήλωση μνήμης και τιμής των τεθνεώτων, ακόμη και στου Ομήρου τα έργα, συνοδεύεται με την παρασκευή και κατανάλωση πλούσιων εδεσμάτων, ώστε συμμετέχοντας και απολαμβάνοντας, τρώγοντας και πίνοντας οι παρευρισκόμενοι να σιγουρεύονται πως ζουν και να φεύγουν πανευτυχείς!
Για το Σάββατο του «Ψυχού», λοιπόν, που είναι το πρώτο Σάββατο της Σαρακοστής μετά την Καθαρή Δευτέρα, ετοίμαζε η γιαγιά μου το κόλλυβο, να το πάει να το διαβάσει ο παπάς για ν’ αναπαυτούν οι ψυχές των κεκοιμημένων, να χαρούν που τους θυμήθηκαν και τους τιμούν οι ζωντανοί, να χαρεί κι ο παπάς το κατιτίς για τον κόπο του, να χαρούμε κι εμείς που τρέχαμε με ανοιγμένα τα μαντηλάκια μας να μας τα γεμίσουν και να τα ξαναγεμίσουν με μυρωδάτα κόλλυβα, μέσα στα οποία χώναμε τα μουτράκια μας για να τ’ απολαύσουμε, πασαλειβόμασταν με τις ζάχαρες κι ήμασταν κυριολεκτικά να μας φας!
Ολόκληρη ιεροτελεστία ήταν η προετοιμασία του «συχώριου». Κατ’ αρχάς, «πάστρευαν» το στάρι. Δηλαδή το ξεδιάλεγαν ένα-ένα σπυρί, μην τυχόν και βρεθεί μέσα πετραδάκι ή σκουπιδάκι ή άχυρο. Μετά, το ‘βαζαν μια νύχτα στο νερό για να μουλιάσει και την άλλη μέρα το ‘βραζαν, τόσο όσο να γίνει μαλακό, αλλά όχι λιωμένο. Κι αφού το στράγγιζαν και το άφηναν να στεγνώσει, το έβαζαν μέσα σε πιατέλα ή σε κεσέ για να συμπληρώσουν και να το ανακατέψουν με κοπανισμένα μοσχοκάρυδα, αμύγδαλα, καρύδια, σταφίδες, σπυριά από ρόδι και κουκουνάρια. Από πάνω το πασπάλιζαν με ζάχαρη άχνη και το στόλιζαν με ασπρισμένη αμυγδαλόψιχα. Μετά το ‘δεναν μέσα σε κατάλευκο πεσκιράκι και το πήγαιναν στην εκκλησιά, μπρος στο ιερό, όπου, μετά τη λειτουργία, έβγαινε ο παπάς και το διάβαζε μαζί με τα ονόματα που του ‘χαν γράψει σε χαρτάκια, τα «περί αναπαύσεως», όπως λέγανε. Και να που φθάναμε στη πιο καλή ώρα, όταν μ’ ένα πιατάκι του γλυκού μας τα μοίραζαν κι όλοι τρώγοντας λέγαμε, «Ο Θεός συχωρέσει τως» και κατευχαριστιόμασταν, νεκροί και ζώντες!
Έκλαψαν, λοιπόν, ξένοι και δικοί τον πρόωρο θάνατο από εγκεφαλικό της γιαγιάς μου. Γούσουρα το λέγανε τότε και δεν υπήρχαν μήτε τα μέσα, μήτε η βοήθεια από όργανα και επιστήμη, ούτε εντατικές και κέντρα ιατρικά για να τη σώσουν. Έτσι, μέσα σε μια βδομάδα ξεψύχησε η γιαγιάκα μου, «νια και κατανιά», στο κρεβάτι της. Στο ίδιο κρεβάτι που πλάγιαζε με τον σύντροφό της, στο ίδιο που ‘φερε τα παιδιά της στον κόσμο και μέχρι την ύστατη πνοή της, γι’ αυτά ήταν η αγωνία και η έγνοια της.
«Πρόσεχε», έγνεφε με νοήματα στη μαμά μου, αφού το στόμα της είχε στραβώσει και δεν μιλούσε. «Πρόσεχε», της έλεγε με τα μάτια της, γιατί η μαμά μου ήταν έγκυος στον αδελφό μου. Κι άλλοτε, ψιθυρίζοντας ακαταλαβίστικους φθόγγους τους έλεγε να βάλουν να φάει ο Στεφανής, ο γιος ο μικρός, που με τις κακοκεφαλιές του είχε βάλει το χεράκι του στο γουσούριασμά της.
Έμεινε ο καημένος ο σύντροφός της έρημος και του ‘μελλε να περάσει μοναξιά τριάντα χρόνων, έχοντας μόνο τις αναμνήσεις παρηγοριά κι εκφράζοντας ένα μόνιμο παράπονο σαν επωδό στην κάθε του κουβέντα, «Αχ Ερηνιώ, γιατί μου το ‘καμες… γιατί…;»
Ήταν αγαπημένο ζευγάρι ο Γιώργης κι η Ερηνιώ, παρ’ όλες τις διαφορές τους στην ιδιοσυγκρασία και την ανατροφή, γιατί εκείνη ήταν γυναίκα προσεκτική κι από τη φύση της ήπιων τόνων και διαλλακτική κι έτσι εξισορροπούσε την αδιαλλαξία και το υπέρμετρο «εγώ» το δικό του, μα και την ανατολίτικη επιρροή στην ανατροφή του, που ήθελε τη γυναίκα «υπό» και τον άντρα αδιαμφισβήτητο κυρίαρχο κι αφέντη.
«Τη θυμούμαι», έλεγε η μαμά μου, «να ξεκινά νωρίς-νωρίς για τη Χώρα, όπου πήγαινε να ψωνίσει τ’ απαραίτητα του σπιτιού, τα ρούχα των παιδιών κι αργότερα τα προικιά των κοριτσιών, γιατί όλες οι άλλες υποχρεώσεις ήταν αντρική ευθύνη και δεν την απασχολούσαν».
Καλοντυμένη και στολισμένη με τα μπουμπάρια, τις καδένες, τα παρασόλια, τα γάντια, τις πούντρες και τα πατσουλιά της, αρχόντισσα σωστή, με πλούσιο στήθος και παράστημα σεβαστό! Είχε γλυκά μάτια, στόμα μικρό – προτέρημα της εποχής – κι ευχάριστη φυσιογνωμία.
Μα αυτό που την έκαμνε ξεχωριστή, σεβάσμια κι αγαπητή, ήταν η καλοσύνη της, οι χαμηλοί της τόνοι κι η αγάπη που ‘δινε σ’ όλους τους αδικημένους και στερημένους από τη φύση και τη ζωή. Κακό λόγο δεν είχε για κανέναν και κανενός δεν παρεξηγούσε τις μικρότητες, τις αδυναμίες και τις ανεπάρκειες, παρά σ’ όλους έδινε άφεση και συχώριο, μαζί μ’ ό,τι μπορούσε υλικό που θ’ ανακούφιζε και θα γιάτρευε την ένδεια την ουσιαστική, μα και τη συναισθηματική τους.
Γι’ αυτό έβλεπες τους πιο αλλοπρόσαλλους ανθρώπους στην πόρτα της. Παπάδες, καλογριές, γιατροί και δάσκαλοι, μα και ζητιάνοι, γύφτισσες και κατατρεγμένοι, απόκληροι της ζωής και της κοινωνίας έτρεχαν στην κυρα-Ερηνιώ.
Περνούσε απ’ το στεναδάκι κάτω από τη σκάλα της με το σακούλι του κρεμασμένο στην καμπούρα του το Στελάκι ο Θολοποταμούσης, ο γραφικός και κλασσικός παρίας, ανακάτεμα μποεμισμού, υπαρξισμού και σεξουαλικής ιδιαιτερότητας και φώναζε δυνατά από κάτω από τη σκάλα, προληπτικά κι από φόβο μην τύχει και πέσει πάνω στον παππού μου και τον προγκίξει, «Κυρία… Καλέ κυρία… Κυρία…»
Έβγαινε η γιαγιά μου στο κεφαλόσκαλο και του ‘λεγε, «Έλα… Έλα…» και βαστούσε στα χέρια της πότε ένα πιάτο φαί, πότε μια χαρτοσακούλα με φρούτα και τρόφιμα κι άλλοτε κανένα τριμμένο παντελόνι, καμιά φανέλα παλιά ή το σακάκι που δεν το ‘θελαν πια οι άντρες.
Αφού, λοιπόν, έτρωγε κι έπαιρνε και το κατιτίς του το Στελάκι, της έλεγε χίλια συχώρια για τα πεθαμένα της και χίλιες ευχές για τα ζωντανά της κι όταν ξεκινούσε να φύγει σέρνοντας τα παλιοπάπουτσά του, της ξεφούρνιζε και το τελευταίο:
– «Καλέ κυρία, μπας έχεις να μου δώκεις καμιάν κυλόττα:».
– «Βρε, τον αθεόφοβο…», γελούσε η γιαγιά μου σαν το ‘λεγε το βράδυ στη βεγγέρα, «Ακούς, να μου γυρεύει και κυλόττα!»
Μα αυτός ήξερε κι άλλον τρόπο, ανορθόδοξο, για να βρίσκει κυλόττες. Τις έκλεβε τα βράδια απ’ τα σκοινιά που τις άπλωναν οι γυναίκες να στεγνώσουν, μια και τη μέρα ήταν ντροπή ν’ ανεμίζουν εκτεθειμένες και να γίνονται στόχος σε οικείους και περαστικούς, έτσι μεγάλες που ήταν σαν φουσκωμένα ιστία!
Ξεκινούσε, λοιπόν, η Ερηνιώ νωρίς-νωρίς για τη Χώρα ή τις βίζιτες, για να προφθάσει να γυρίσει γρήγορα, πριν τον άντρα της. Γιατί αν επέστρεφε πρώτα εκείνος, θα ‘χε γκρίνιες. Έτρεχε, μάλιστα, βιαστικά να ξεστολιστεί και να βγάλει την πούδρα από τη μούρη της, γιατί έτσι και την έβλεπε στολισμένη ζήλευε και κακοκάρδιζε κι η κακή του διάθεση απέβαινε πάντα εις βάρος της οικογενειακής ηρεμίας.
Έτυχε κάποτε να έλθει στο σπίτι επίσκεψη ο αδελφός του ο Αμερικάνος, ο οποίος έλειπε χρόνια στη ξενιτιά κι είχε γυρίσει για λίγο, για να δει τη μητέρα και τ’ αδέλφια του.
Ο παππούς μου ήταν στη δουλειά εκείνη την ώρα. Κατακαλόκαιρο ήταν κι ο άνθρωπος είδε τον βαθύ ίσκιο και τη δροσιά κάτω από την τσικουδιά και λαχτάρισε να πιει εκεί το καφεδάκι του, ν’ ακούει τα πουλάκια να κελαηδούν αγναντεύοντας το λιμάνι, τη θάλασσα και τα μικρασιατικά παράλια. Του πήγε, λοιπόν, η γιαγιά μου την καρέκλα εκεί δα κι έβαλε δίπλα και τη δικιά της. Τι, μοναχό του θα τον άφηνε σα ζητιάνο; Έφερε και τα καφεδάκια, κάθισαν, τα ήπιαν κι έλεγαν τα νέα της οικογένειας.
Σαν έφυγε ο θείος, οι καρέκλες ξεχάστηκαν εκεί κάτω από την τσικουδιά, μαζί με το τραπεζάκι, τον δίσκο και τα φλυτζανάκια. Έρχεται το μεσημέρι ο παππούς, τα βλέπει και γυαλίζει το μάτι του.
– «Και ποιος ήταν ο μουσαφίρης, Ερηνιώ, που ‘θελε το καφεδάκι του στη ρομάντζα;»
– «Ο Αντώνης, ο αδερφός σου, Γιώργη μου».
– «Κι ήπρεπε να κάτσεις κι εσύ μαζί του; Δεν ήξερες να πεις πως έχεις δουλειές για να τον αποβγάλεις;»
– «Για τ’ όνομα του Θεού, Γιώργη, ήρτε ο άθρωπος στο σπίτι του αδερφού του κι εγώ να τονε διώξω;»
– «Ναι… Όταν εγώ λείπω κι ο αδερφός μου ακόμη δεν έχει καμιά δουλειά εδώ… Ακούς Ερήνη;»
Απόσπασμα από το βιβλίο μου :”Λες και ήταν χθες” όπου μιλώ για τη γιαγιά μου, τη μαμά της μητέρας μου, την Ειρήνη Άμπαζή το γένος Πιταούλη, σύζυγο Γεωργίου Αμπαζή και όσα κοντά της είδα κι άκουσα στα παιδικά μου χρόνια. Δυστυχώς πέθανε νέα από εγκεφαλικό,γιατί η απώλεια του γιού της Γιάννη Αμπαζή, που τον εκτέλεσαν οι Γερμανοί στην Καισαριανή, της κατέστρεψε την καρδιά.
Συγγραφέας, ποιήτρια.